-
1 δορίκτυπος
δορίκτῠπος, -ον1 of, with clashing spears πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (edd. refer the adj. to either Τροίαν or ἀλαλάν) N. 3.60πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν N. 7.9
-
2 ἀλαλά
a wild cry ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται in the Dionysaic rites Δ. 2. 13.b battle cryὄφρα πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν N. 3.60
ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων; (τῆς μάχης, διὰ τὰς ἐν αὐτῷ θορυβώδεις φωνάς. Σ.) I. 7.10c pro pers. κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ, ἐγχέων προοίμιον fr. 78. 1. -
3 προσμένω
A bide, wait,χρόνον πολλόν Hdt.1.199
, cf. 5.19;σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε S.El. 1236
, cf. 1399; ἡσυχάζων π. Id.OT 620; π. χρόνον ὀλίγον ἔστ' ἂν.., π. ἕως.. , Hdt.8.4, X.HG2.4.7.2 c. dat., remain attached to, cleave to,πάθεα π. τοκεῦσιν A.Eu. 497
(lyr.);τῷ Κυρίῳ Act.Ap.11.23
; π. ταῖς δεήσεσιν continue in.., 1 Ep.Ti.5.5;ταῖς ἑαυτῶν ἀγωγαῖς Gal.15.436
.II trans., wait for, await, c. acc., Thgn.1144, S.OT 837, El. 164(lyr.), etc.; face in battle, stand one's ground against,δορίκτυπον ἀλαλάν Pi.N.3.60
: c. acc. et inf. [tense] fut., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσμένω
См. также в других словарях:
προσμένω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α 1. περιμένω με χαρά και ανυπομονησία κάποιον, ιδίως ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο, καρτερώ («σε προσμένω πάντοτε / νύχτα κι αυγή και μέρα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) περιμένω ελπίζοντας,… … Dictionary of Greek